- ἀτελέα
- ἀτελέᾱ , ἀτέλεαincompletenessfem nom/voc/acc dualἀτελήςwithout endneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἀτελήςwithout endmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτελέας — ἀτελέᾱς , ἀτέλεα incompleteness fem acc pl ἀτελέᾱς , ἀτέλεα incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελής without end masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek